ἡμιόδιος

ἡμιόδιος
ἡμι-όδιος, ον, prob. f.l. in Arist. Oec.1352b26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημιόδιος — ἡμιόδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διανύσει το μισό τού δρόμου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ όδιος] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”